-
1 развести
ρ.σ.μ.1. οδηγώ• συνοδεύω• πηγαίνω σε διάφορα μέρη•развести пассажиров по каютам οδηγώ τους επιβάτες στις καμπίνες•
солдать по квартирам πηγαίνω τους στρατιώτες• στα καταλύματα.
(στρατ.) εγκατασταίνω, τοποθετώ•развести часовых εγκατασταίνω (βάζω) σκοπούς.
2. ξεχωρίζω, αποσπώ. || ανοίγω• αποσυνδέω, αποχωρίζω.3. διαλύω γάμο, χωρίζω.4. (απρόσ.) ραγίζω, σκάζω (για πάγο).5. προκαλώ, προξενώ• επιφέρω• σηκώνω•ветер -л волны ο άνεμος σήκωσε κύματα.
6. διαλύω, αραιώνω•развести порошок водою ή в воде διαλύω το σκονάκι με νερό, στο νερό•
развести тесто αραιώνω(μαλακώνω) το ζυμάρι.
|| νερώνω, αδυνατίζω•водку водой νερώνω τη βότκα.
7. πολλαπλασιάζω• θρέφω (ζώα). || καλλιεργώ, περιποιούμαι (φυτά).8. προξενώ, κάνω, δημιουργώ (κάτι. δυσάρεστο)•развести канитель δημιουργώ ιστορία•
-чепуху κάνω ανοησία, κουταμάρα.
9. ανάβω•развести огонь ανάβω φωτιά.
1. διαλύω το γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο•году не прожили и уже -лись ένα χρόνο δεν έζησαν παντρεμένοι και χώρισαν πια.
2. πολλαπλασιάζομαι, πληθύνομαι•-лось много мышей πλήθυναν πολύ τα ποντίκια.
-
2 расторгать
расторгать, расторгнуть (договор и т. п.) ακυρώνω; \расторгать брак διαλύω το γάμο* * *= расторгнуть(договор и т. п.) ακυρώνωрасторга́ть брак — διαλύω το γάμο
-
3 брак
брак 1-а α.γάμος• παντριά•церковный θρησκευτικός γάμος•
гражданский брак πολιτικός γάμος•
законный брак νόμιμος γάμος•
брак по расчету συμφεροντολογικός γάμος•
неравный брак ανισογαμία•
фиктивный брак λευκός γάμος•
вступить в брак παντρεύομαι, έρχομαι σε γάμο•
состоять в -е είμαι παντρεμένος (έγγαμος)•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
брак 2-а α.το σκάρτο, κακοτεχνία (στηνΙ κατασκευή)• παραφασάδα (για ύφασμα). -
4 расторгнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. расторг κ. расторгнул-ла, -ло, μτχ. παρλθ. расторгший κ. расторгнувший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расторгнутый, βρ: -нут, -а, -о κ. расторженный, βρ: -жен, -а, -оακυρώνω, καταργώ• ξεσχίζω διαλύω•расторгнуть соглашение ακυρώνω τη συμφωνία•
расторгнуть договор ξεσχίζω (κουρελιάζω) τη συνθήκη•
расторгнуть брак διαλύω το γάμο.
-
5 развенчивать
ρ.δ.βλ. развенчать.χάνω την αίγλη, τη δόξα, το φωτοστέφανο. || χωρίζω, διαλύω το γάμο μου, παίρνω διαζύγιο. -
6 разженить
-
7 расторгать
расторгатьнесов, расторгнуть сов διαλύω, ἀκυρώνω, ἀκυρώ, διαρρηγνύω:\расторгать брак διαλύω γάμο· \расторгать договор διαλύω (или ἀκυρώνω) συμβόλαιο· \расторгать соглашение ἀκυρώ τήν συμφωνία[ν], ἀκυρώ τό σύμφω-νο[ν]. -
8 развенчать
ρ.σ.1. μειώνω, αμαυρώνω την αίγλη, τη δόξα.2. διαλύω το θρησκευτικό γάμο, χωρίζω, παίρνω διαζύγιο εκθρονίζω, αφαιρώ το στέμμα. -
9 разладить
-ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. разлаженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. χαλνώ (τη ρυθμική λειτουργία)•разладить часы χαλνώ το ωρολόγι•
разладить машину χαλνώ τη μηχανή•
совсем στίαραλιάζω.
2. μτφ. διαλύω, εμποδίζω την πραγματοποίηση•разладить дело χαλνώ την υπόθεση•
разладить свадьбу χαλνώ το γάμο.
3. παλ. χαλνώ κάτι που υπάρχει (σχέσεις, φιλία κ.τ.τ.).1. χαλνώ, δε λειτουργώ κανονικά•станок -лся η εργατομηχανή δε δουλεύει καλά.
2. χαλαρώνω•отношения -лись οι σχέσεις δεν εί-και τόσο καλές•
дело -лось η υπόθεση χάλασε.
3. ξεχορδίζομαι, ξεκουρντίζομαι.
См. также в других словарях:
διαλύω — και διαλύνω διέλυσα, διαλύθηκα, διαλυμένος 1. αποσυνθέτω, αποσυνδέω, χωρίζω ένα σύνολο στα μέλη του: Ο μηχανικός διέλυσε τη μηχανή του αυτοκινήτου μου. 2. προκαλώ τη διάλυση στερεού σώματος σε υγρό, λιώνω: Για να κάνεις άλμη, χρειάζεται να… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεπαντρεύω — διαλύω τον γάμο κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * παντρεύω] … Dictionary of Greek
διαζευγνύω — και διαζεύγω (AM διαζεύγνυμι και διαζευγνύω) 1. διαλύω, διαχωρίζω κάτι στα μέρη από τα οποία αποτελείται 2. διαλύω γάμο, χωρίζω αντρόγυνο 4. μέσ. διαζευγνύομαι (για συζύγους) παίρνω διαζύγιο, διαλύω τον γάμο μου αρχ. 1. λύνω από τον ζυγό 2. (το… … Dictionary of Greek
απαλλάσσω — (AM ἀπαλλάσσω κ. ττω) [αλλάσσω] Ι. ενεργ. 1. αφαιρώ, απομακρύνω κάτι κακό από κάποιον, ελευθερώνω, ανακουφίζω 2. αποσύρω κατηγορία, αθωώνω II. (μέσ. κ. παθ.) απελευθερώνομαι, γλυτώνω αρχ. ενεργ. (μτβ. κ. αμτβ.) 1. ξεφορτώνομαι, ξεμπλέκω,… … Dictionary of Greek
ξεζεύ(γ)ω — (Μ ξεζεύω) βγάζω τον ζυγό, ελευθερώνω υποζύγιο από τον ζυγό («ξέζεψε τα βόδια από το αλέτρι») μσν. (για συζύγους) διαλύω τον γάμο, χωρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + ζεύ(γ)ω] … Dictionary of Greek
χωρίζω — χώρισα, χωρίστηκα, χωρισμένος 1. αποχωρίζω, ξεχωρίζω, απομακρύνω κάποιον ή κάτι: Χωρίζει τα στέρφα από τα γαλάρια. 2. διαλέγω, προτιμώ. 3. διανέμω, διαμοιράζω: Ήταν πολλά αδέρφια, και ο πατέρας τους τους χώρισε την περιουσία του λίγους μήνες πριν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
λύνω — έλυσα, λύθηκα, λυμένος 1. αφαιρώ ή χαλαρώνω δέσιμο: Έλυσα τα κορδόνια των παπουτσιών. 2. ελευθερώνω κάποιον από τα δεσμά του: Ο σκύλος όρμησε στον άγνωστο γιατί ήταν λυμένος. 3. διαλύω: Έλυσα το όπλο. 4. βρίσκω το ζητούμενο ενός προβλήματος, μιας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)